ελεεινός

ελεεινός
-ή, -ό (AM ἐλεεινός, -ή, -όν
Α και ἐλεηνός και ἐλεινός, -ή, -όν)
αυτός που προκαλεί τον οίκτο ή αξίζει πράγματι να προκαλέσει τον οίκτο, αξιολύπητος ([πλεοναστ. φράση] «ελεεινός και αξιολύπητος» ή «αξιοθρήνητος»)
μσν.- νεοελλ.
1. εκείνος που αξίζει περιφρόνηση, αποκρουστικός, ποταπός («ελεεινός άνθρωπος», «ελεεινός και τρισάθλιος», «ελεεινή συμπεριφορά»)
2. (για πράγματα) πολύ κακής ποιότητας («ελεεινό φαγητό, γραπτό, βιβλίο κ.λπ.»)
αρχ.
θλιβερός, λυπηρός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἐλεεινός — finding pity masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ελεεινός — ή, ό επίρρ. ά 1. ο άξιος οίκτου, ο αξιολύπητος, ο θλιβερός: Ζει σε καλύβι, σ ελεεινή κατάσταση. 2. (για πρόσωπα), ο αξιοκατάκριτος, ο άξιος περιφρόνησης: Είναι ελεεινός χαρακτήρας. 3. (για πράγματα), που είναι κακής ποιότητας: Ελεεινή τροφή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐλεεινά — ἐλεεινός finding pity neut nom/voc/acc pl ἐλεεινά̱ , ἐλεεινός finding pity fem nom/voc/acc dual ἐλεεινά̱ , ἐλεεινός finding pity fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλεεινότερον — ἐλεεινός finding pity adverbial comp ἐλεεινός finding pity masc acc comp sg ἐλεεινός finding pity neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλεινά — ἐλεεινός finding pity neut nom/voc/acc pl (attic) ἐλεινά̱ , ἐλεεινός finding pity fem nom/voc/acc dual (attic) ἐλεινά̱ , ἐλεεινός finding pity fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλεινότερον — ἐλεεινός finding pity adverbial comp (attic) ἐλεεινός finding pity masc acc comp sg (attic) ἐλεεινός finding pity neut nom/voc/acc comp sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλεεινῶν — ἐλεεινός finding pity fem gen pl ἐλεεινός finding pity masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλεεινόν — ἐλεεινός finding pity masc acc sg ἐλεεινός finding pity neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλεεινότατα — ἐλεεινός finding pity adverbial superl ἐλεεινός finding pity neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλεεινότατον — ἐλεεινός finding pity masc acc superl sg ἐλεεινός finding pity neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”