- ελεεινός
- -ή, -ό (AM ἐλεεινός, -ή, -όνΑ και ἐλεηνός και ἐλεινός, -ή, -όν)αυτός που προκαλεί τον οίκτο ή αξίζει πράγματι να προκαλέσει τον οίκτο, αξιολύπητος ([πλεοναστ. φράση] «ελεεινός και αξιολύπητος» ή «αξιοθρήνητος»)μσν.- νεοελλ.1. εκείνος που αξίζει περιφρόνηση, αποκρουστικός, ποταπός («ελεεινός άνθρωπος», «ελεεινός και τρισάθλιος», «ελεεινή συμπεριφορά»)2. (για πράγματα) πολύ κακής ποιότητας («ελεεινό φαγητό, γραπτό, βιβλίο κ.λπ.»)αρχ.θλιβερός, λυπηρός.
Dictionary of Greek. 2013.